ἀκαίρῳ

ἀκαίρῳ
ἄκαιρος
ill-timed
masc/fem/neut dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ακαιρώ — ἀκαιρῶ ( έω) (AM) [ἄκαιρος] μσν. δεν έχω καιρό (κυρίως για ξεκούραση), είμαι πολυάσχολος αρχ. σπαταλώ τον χρόνο μου …   Dictionary of Greek

  • ἀκαίρωι — ἀκαίρῳ , ἄκαιρος ill timed masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • нецѣлыи — (6*) пр. 1.Неправомочный: ˫ако же ѹбо противѧщемсѧ сѹдиинымъ ѹставомъ. нецѣли бывають. многы ѹбо врачьбы прилежани˫а. сице бы съвкѹплѧти. хотѧщимъ ицѣлитисѧ ѿ своихъ стрѹпъ. безъзавистьно дарѹеть. и подаеть сдравие. (ἄκυροι) ПНЧ XIV, 2а. 2.… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • άκαιρος — η, ο (Α ἄκαιρος, ον) αυτός που λέγεται ή γίνεται σε ακατάλληλο χρόνο, ο παράκαιρος νεοελλ. 1. πρόωρος 2. άγουρος 3. αδικαιολόγητος, παράλογος αρχ. 1. αυτός που γίνεται ενοχλητικός με το να κάνει ή να πει κάτι τη στιγμή που δεν πρέπει 2. ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”